μεγαλορρώξ

μεγαλορρώξ
μεγᾰλο-ρρώξ, ρρῶγος, , ,
A with large berries,

βότρυς Str. 15.2.14

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεγαλορρώξ — μεγαλορρώξ, ῶγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλες ρώγες («τὸν βότρυν πυκνορρῶγά τε ὄντα καὶ μεγαλορρῶγα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ρρωξ (< ῥάξ, ῥαγός), πρβλ. πυκνο ρρώξ] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”